Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nuotàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [nwoˈtare]

κολυμπώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nuora nuotata  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


nuotare a dorso = κολυμπώ ανάσκελα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nuncupativo (επίθ.)
nuncupazione (θηλ.ουσ)
nunzio (ουσ αρσ )
nuocere (ρ.αμτβ.)
nuora (θηλ.ουσ)
nuotare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
nuotata (θηλ.ουσ)
nuotatore (ουσ αρσ )
nuoto (ουσ αρσ )
nuova (θηλ.ουσ)
Nuova Guinea (κύρ.όν. θηλ.)
Nuova Inghilterra (κύρ.όν. θηλ.)
nuovamente (επίρ.)
Nuova Scozia (κύρ.όν. θηλ.)
Nuova York (κύρ.όν. θηλ.)
Nuova Zelanda (κύρ.όν. θηλ.)
nuovo (ουσ αρσ )
nuovo (επίθ.)
Nuovo Messico (κύρ.όν. αρσ.)
nutazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---