Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


oblàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [oˈblato]

κοσμικός κάτοικος μοναστηριού (μη μοναχός)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  oblata oblatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

obiettore (ουσ αρσ )
obiezione (θηλ.ουσ)
obito (ουσ αρσ )
obitorio (ουσ αρσ )
oblata (θηλ.ουσ)
oblato (ουσ αρσ )
oblatore (ουσ αρσ )
oblatorio (επίθ.)
oblazione (θηλ.ουσ)
obliabile (επίθ.)
obliare (ρ. μτβ.)
obliarsi (ρ.μ. (αντων.))
oblio (ουσ αρσ )
oblioso (επίθ.)
obliquamente (επίρ.)
obliquare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
obliquità (θηλ.ουσ)
obliquo (επίθ.)
obliterare (ρ. μτβ.)
obliteratore (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---