Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pùstola  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpustola]

1 βλατίδα
2 εξάνθημα
3 φλύκταινα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pusillanimità pustoloso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

purulento (επίθ.)
purulenza (θηλ.ουσ)
pus (ουσ αρσ )
pusillanime (επίθ.)
pusillanimità (θηλ.ουσ)
pustola (θηλ.ουσ)
pustoloso (επίθ.)
puszta (θηλ.ουσ)
puta caso (επίρ.)
putativo (επίθ.)
puteale (αρσ. επίθ και ουσ)
putido (επίθ.)
putiferio (ουσ αρσ )
putizza (θηλ.ουσ)
putredine (θηλ.ουσ)
putredinoso (επίθ.)
putrefare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
putrefarsi (ρ.μ. (αντων.))
putrefatto (αρσ. επίθ και ουσ)
putrefazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---