Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


svìzzero  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈzvittsero]

ο Ελβετός, η Ελβετίδα

svìzzero  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈzvittsero]

ελβετικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  svizzera svogliamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

svitato (ουσ αρσ )
svitato (επίθ.)
svitatura (θηλ.ουσ)
sviticchiare (ρ. μτβ.)
svizzera (θηλ.ουσ)
svizzero (ουσ αρσ )
svizzero (επίθ.)
svogliamento (ουσ αρσ )
svogliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
svogliatamente (επίρ.)
svogliatezza (θηλ.ουσ)
svogliato (ουσ αρσ )
svogliato (επίθ.)
svolazzamento (ουσ αρσ )
svolazzante (επίθ.)
svolazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
svolazzio (ουσ αρσ )
svolazzo (ουσ αρσ )
svolgere (ρ. μτβ.)
svolgersi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---