Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


svogliàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zvoʎˈʎato]

1 τζερεμές
2 τεμπέλης
3 τεμπελχανάς
4 ρέμπελος
5 σπαρίλας

svogliàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zvoʎˈʎato]

1 οκνηρός
2 οκνός
3 απρόθυμος
4 ράθυμος
5 αράθυμος
6 νωθρός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  svogliatezza svolazzamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

svizzero (επίθ.)
svogliamento (ουσ αρσ )
svogliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
svogliatamente (επίρ.)
svogliatezza (θηλ.ουσ)
svogliato (ουσ αρσ )
svogliato (επίθ.)
svolazzamento (ουσ αρσ )
svolazzante (επίθ.)
svolazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
svolazzio (ουσ αρσ )
svolazzo (ουσ αρσ )
svolgere (ρ. μτβ.)
svolgersi (ρ.μ. (αντων.))
svolgimento (ουσ αρσ )
svolta (θηλ.ουσ)
svoltare (ρ.αμτβ.)
svoltata (θηλ.ουσ)
svolto (επίθ.)
svoltolamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---