Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


svòlgere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈzvɔlʤere]

1 (tema) αναπτύσσω
2 (srotolare) ξετυλίγω
3 (studio) εμβαθύνω

svolgersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ˈzvɔlʤersi]

(avere luogo) λαμβάνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  svolazzo svolgimento  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


svolgere le mansioni = εκτελώ χρέη


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

svolazzamento (ουσ αρσ )
svolazzante (επίθ.)
svolazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
svolazzio (ουσ αρσ )
svolazzo (ουσ αρσ )
svolgere (ρ. μτβ.)
svolgersi (ρ.μ. (αντων.))
svolgimento (ουσ αρσ )
svolta (θηλ.ουσ)
svoltare (ρ.αμτβ.)
svoltata (θηλ.ουσ)
svolto (επίθ.)
svoltolamento (ουσ αρσ )
svoltolare (ρ. μτβ.)
svoltolarsi (ρ.μ. (αντων.))
svuotamento (ουσ αρσ )
svuotare (ρ. μτβ.)
swing (ουσ αρσ )
tabaccaio (ουσ αρσ )
tabaccare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---