Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


svolàzzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zvoˈlattso]

1 στολίδι
2 φτερούγισμα
3 (al plurale: ((svolazzi))) στολίδια υπερβολικά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  svolazzio svolgere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

svogliato (επίθ.)
svolazzamento (ουσ αρσ )
svolazzante (επίθ.)
svolazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
svolazzio (ουσ αρσ )
svolazzo (ουσ αρσ )
svolgere (ρ. μτβ.)
svolgersi (ρ.μ. (αντων.))
svolgimento (ουσ αρσ )
svolta (θηλ.ουσ)
svoltare (ρ.αμτβ.)
svoltata (θηλ.ουσ)
svolto (επίθ.)
svoltolamento (ουσ αρσ )
svoltolare (ρ. μτβ.)
svoltolarsi (ρ.μ. (αντων.))
svuotamento (ουσ αρσ )
svuotare (ρ. μτβ.)
swing (ουσ αρσ )
tabaccaio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---