Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


svolgiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zvolʤiˈmento]

1 εκτέλεση
2 μετεξέλιξη
3 ανέλιξη
4 θέμα
5 εξάπλωση
6 σύνθεση
7 προχώρημα
8 ξεδίπλωμα
9 ξετύλιγμα
10 ανάπτυξη
11 εκτύλιξη
12 εξέλιξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  svolgersi svolta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

svolazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
svolazzio (ουσ αρσ )
svolazzo (ουσ αρσ )
svolgere (ρ. μτβ.)
svolgersi (ρ.μ. (αντων.))
svolgimento (ουσ αρσ )
svolta (θηλ.ουσ)
svoltare (ρ.αμτβ.)
svoltata (θηλ.ουσ)
svolto (επίθ.)
svoltolamento (ουσ αρσ )
svoltolare (ρ. μτβ.)
svoltolarsi (ρ.μ. (αντων.))
svuotamento (ουσ αρσ )
svuotare (ρ. μτβ.)
swing (ουσ αρσ )
tabaccaio (ουσ αρσ )
tabaccare (ρ.αμτβ.)
tabaccheria (θηλ.ουσ)
tabacchicoltore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---