Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tabulàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tabuˈlato]

τυπωμένη αναφορά υπολογιστή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tabulare tabulatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tabloide (ουσ αρσ )
tabù, tabu (ουσ αρσ )
tabula rasa (θηλ.ουσ)
tabulare (επίθ.)
tabulare (ρ. μτβ.)
tabulato (ουσ αρσ )
tabulatore (ουσ αρσ )
tabulatrice (θηλ.ουσ)
tabulazione (θηλ.ουσ)
tac (επιφ.)
tacca (θηλ.ουσ)
taccagneria (θηλ.ουσ)
taccagno (ουσ αρσ )
taccagno (επίθ.)
taccamacca (θηλ.ουσ)
taccata (θηλ.ουσ)
taccheggiare (ρ.αμτβ.)
taccheggiare (ρ. μτβ.)
taccheggiatore (ουσ αρσ )
taccheggio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---