Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tàcca  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtakka]

1 στάθμη
2 επίπεδο
3 χαραγή
4 σχισμή
5 κοψιά
6 κουσούρι
7 ατέλεια
8 κλάση
9 ελάττωμα
10 αυλακιά
11 χαρακιά
12 εγκοπή
13 εντομή
14 χαραγματιά
15 κόψιμο
16 δόντι εγκοπής
17 χαράκι
18 χάραγμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tac taccagneria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tabulato (ουσ αρσ )
tabulatore (ουσ αρσ )
tabulatrice (θηλ.ουσ)
tabulazione (θηλ.ουσ)
tac (επιφ.)
tacca (θηλ.ουσ)
taccagneria (θηλ.ουσ)
taccagno (ουσ αρσ )
taccagno (επίθ.)
taccamacca (θηλ.ουσ)
taccata (θηλ.ουσ)
taccheggiare (ρ.αμτβ.)
taccheggiare (ρ. μτβ.)
taccheggiatore (ουσ αρσ )
taccheggio (ουσ αρσ )
tacchettare (ρ.αμτβ.)
tacchettio (ουσ αρσ )
tacchetto (ουσ αρσ )
tacchificio (ουσ αρσ )
tacchina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---