Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tzigàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tziˈgano]

1 γύφτος
2 τσιγγάνος

tzigàno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [tziˈgano]

1 γύφτικος
2 τσιγγάνικος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  two step uabaina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tuttora (επίρ.)
tuzia (θηλ.ουσ)
tweed (ουσ αρσ )
twist (ουσ αρσ )
two step (ουσ αρσ )
tzigano (ουσ αρσ )
tzigano (επίθ.)
uabaina (θηλ.ουσ)
uadi (ουσ αρσ )
ubbia (θηλ.ουσ)
ubbidiente (επίθ.)
ubbidientemente (επίρ.)
ubbidienza (θηλ.ουσ)
ubbidire (ρ.αμτβ.)
ubbioso (επίθ.)
ubertà (θηλ.ουσ)
Uberto (κύρ.όν. αρσ.)
ubertosità (θηλ.ουσ)
ubertoso (επίθ.)
ubicare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---