Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


uccisóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [utʧiˈzore]

1 σφαγέας
2 εκτελεστής
3 δήμιος
4 εκτελεστής
5 δολοφόνος
6 φονιάς
7 ανθρωποκτόνος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ucciso ucraina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

uccidere (ρ. μτβ.)
uccidersi (ρ.μ. (αντων.))
uccisione (θηλ.ουσ)
ucciso (ουσ αρσ )
ucciso (επίθ.)
uccisore (ουσ αρσ )
ucraina (θηλ.ουσ)
ucraino (ουσ αρσ )
ucraino (επίθ.)
udibile (επίθ.)
udibilità (θηλ.ουσ)
udienza (θηλ.ουσ)
udire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
udita (θηλ.ουσ)
uditivo (επίθ.)
udito (ουσ αρσ )
udito (επίθ.)
uditofono (ουσ αρσ )
uditore (ουσ αρσ )
uditorio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---