Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


udibilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [udibiliˈta]

Ακουστικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  udibile udienza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

uccisore (ουσ αρσ )
ucraina (θηλ.ουσ)
ucraino (ουσ αρσ )
ucraino (επίθ.)
udibile (επίθ.)
udibilità (θηλ.ουσ)
udienza (θηλ.ουσ)
udire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
udita (θηλ.ουσ)
uditivo (επίθ.)
udito (ουσ αρσ )
udito (επίθ.)
uditofono (ουσ αρσ )
uditore (ουσ αρσ )
uditorio (ουσ αρσ )
udometria (θηλ.ουσ)
udometrico (επίθ.)
udometro (ουσ αρσ )
UE (ακρ.)
uff (επιφ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---