Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ugèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [uˈʤɛllo]

1 μπεκ
2 ακροστόμιο
3 ακροφύσιο
4 επιταχυντήρας αερίων σε κινητήρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ugandese uggia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ufologia (θηλ.ουσ)
ufologico (επίθ.)
ufologo (ουσ αρσ )
ugandese (ουσ αρσ )
ugandese (επίθ.)
ugello (ουσ αρσ )
uggia (θηλ.ουσ)
uggiolare (ρ.αμτβ.)
uggiolina (θηλ.ουσ)
uggiolio (ουσ αρσ )
uggiosamente (επίρ.)
uggiosità (θηλ.ουσ)
uggioso (αρσ. επίθ και ουσ)
ugnatura (θηλ.ουσ)
Ugo (κύρ.όν. αρσ.)
ugola (θηλ.ουσ)
ugonotto (αρσ. επίθ και ουσ)
ugrico (αρσ. επίθ και ουσ)
ugrofinnico, ugro–finnico (αρσ. επίθ και ουσ)
uguagliabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---