Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


uggiosità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [udʤosiˈta]

1 ζόφος
2 απαισιοδοξία
3 κατήφεια
4 κατάθλιψη
5 πλήξη
6 ανία
7 ακεφιά
8 εκνευρισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  uggiosamente uggioso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

uggia (θηλ.ουσ)
uggiolare (ρ.αμτβ.)
uggiolina (θηλ.ουσ)
uggiolio (ουσ αρσ )
uggiosamente (επίρ.)
uggiosità (θηλ.ουσ)
uggioso (αρσ. επίθ και ουσ)
ugnatura (θηλ.ουσ)
Ugo (κύρ.όν. αρσ.)
ugola (θηλ.ουσ)
ugonotto (αρσ. επίθ και ουσ)
ugrico (αρσ. επίθ και ουσ)
ugrofinnico, ugro–finnico (αρσ. επίθ και ουσ)
uguagliabile (επίθ.)
uguagliamento (ουσ αρσ )
uguaglianza (θηλ.ουσ)
uguagliare (ρ. μτβ.)
uguagliarsi (ρ.μ. (αντων.))
uguale (επίθ.)
ugualitario (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---