Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


uggiolìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [udʤoˈlio]

1 κλάψα
2 μεμψιμοιρία
3 κλαυθμυρισμός
4 κλαψούρισμα
5 μινύρισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  uggiolina uggiosamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ugandese (επίθ.)
ugello (ουσ αρσ )
uggia (θηλ.ουσ)
uggiolare (ρ.αμτβ.)
uggiolina (θηλ.ουσ)
uggiolio (ουσ αρσ )
uggiosamente (επίρ.)
uggiosità (θηλ.ουσ)
uggioso (αρσ. επίθ και ουσ)
ugnatura (θηλ.ουσ)
Ugo (κύρ.όν. αρσ.)
ugola (θηλ.ουσ)
ugonotto (αρσ. επίθ και ουσ)
ugrico (αρσ. επίθ και ουσ)
ugrofinnico, ugro–finnico (αρσ. επίθ και ουσ)
uguagliabile (επίθ.)
uguagliamento (ουσ αρσ )
uguaglianza (θηλ.ουσ)
uguagliare (ρ. μτβ.)
uguagliarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---