Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


usurpaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [uzurpaˈmento]

1 νοσφισμός
2 οικειοποίηση
3 αρπαγή εξουσίας
4 οικείωση
5 ιδιοποίηση
6 καταπάτηση
7 σφετερισμός
8 αντιποίηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  usurario usurpare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

usufruttuario (αρσ. επίθ και ουσ)
usura (θηλ.ουσ)
usuraio (αρσ. επίθ και ουσ)
usurare (ρ. μτβ.)
usurario (επίθ.)
usurpamento (ουσ αρσ )
usurpare (ρ. μτβ.)
usurpativo (επίθ.)
usurpatore (ουσ αρσ )
usurpazione (θηλ.ουσ)
utensile (ουσ αρσ )
utensileria (θηλ.ουσ)
utente (ουσ αρσ και θηλ.)
utenza (θηλ.ουσ)
uterino (επίθ.)
utero (ουσ αρσ )
utile (ουσ αρσ )
utile (επίθ.)
utilità (θηλ.ουσ)
utilitaria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---