Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vaccìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [vatˈʧino]

1 εμβόλιο
2 βατσίνα
3 μπόλι

vaccìno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [vatˈʧino]

1 αγελαδινός
2 μοσχαρίσιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vaccinico vaccinoprofilassi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vaccinare (ρ. μτβ.)
vaccinato (επίθ.)
vaccinatore (αρσ. επίθ και ουσ)
vaccinazione (θηλ.ουσ)
vaccinico (επίθ.)
vaccino (ουσ αρσ )
vaccino (επίθ.)
vaccinoprofilassi (θηλ.ουσ)
vaccinoterapia (θηλ.ουσ)
vacillamento (ουσ αρσ )
vacillante (επίθ.)
vacillare (ρ.αμτβ.)
vacillazione (θηλ.ουσ)
vacuità (θηλ.ουσ)
vacuo (ουσ αρσ )
vacuo (επίθ.)
vacuolare (επίθ.)
vacuolo (ουσ αρσ )
vacuometro (ουσ αρσ )
vademecum (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---