Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vacillàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [vaʧilˈlare]

1 μένω αναποφάσιστος
2 στραβοπατώ
3 τρεμοπαίζω
4 τρεμοσβήνω
5 παραπατώ
6 παραπαίω
7 τρεκλίζω
8 κλονίζομαι
9 αχνολάμπω
10 κυμαίνομαι
11 ταλαντεύομαι
12 κλονίζομαι
13 διστάζω
14 αμφιταλαντεύομαι
15 αχνοτρέμω
16 αμφιρρέπω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vacillante vacillazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vaccino (επίθ.)
vaccinoprofilassi (θηλ.ουσ)
vaccinoterapia (θηλ.ουσ)
vacillamento (ουσ αρσ )
vacillante (επίθ.)
vacillare (ρ.αμτβ.)
vacillazione (θηλ.ουσ)
vacuità (θηλ.ουσ)
vacuo (ουσ αρσ )
vacuo (επίθ.)
vacuolare (επίθ.)
vacuolo (ουσ αρσ )
vacuometro (ουσ αρσ )
vademecum (ουσ αρσ )
va e vieni (ουσ αρσ )
vaffanculo (επιφ.)
vagabondaggine (θηλ.ουσ)
vagabondaggio (ουσ αρσ )
vagabondare (ρ.αμτβ.)
vagabondo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---