Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vademècum  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [vadeˈmɛkum]

1 εγχειρίδιο
2 κάτι που γίνεται συνήθως
3 βιβλίο αναφοράς
4 εγκόλπιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vacuometro va e vieni  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vacuo (ουσ αρσ )
vacuo (επίθ.)
vacuolare (επίθ.)
vacuolo (ουσ αρσ )
vacuometro (ουσ αρσ )
vademecum (ουσ αρσ )
va e vieni (ουσ αρσ )
vaffanculo (επιφ.)
vagabondaggine (θηλ.ουσ)
vagabondaggio (ουσ αρσ )
vagabondare (ρ.αμτβ.)
vagabondo (ουσ αρσ )
vagabondo (επίθ.)
vagale (επίθ.)
vagamente (επίρ.)
vagante (θηλ. επίθ και ουσ)
vagare (ρ.αμτβ.)
vagellamento (ουσ αρσ )
vagellare (ρ.αμτβ.)
vagello (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---