Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vagàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [vaˈgare]

περιπλανιέμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vagante vagellamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vagabondo (ουσ αρσ )
vagabondo (επίθ.)
vagale (επίθ.)
vagamente (επίρ.)
vagante (θηλ. επίθ και ουσ)
vagare (ρ.αμτβ.)
vagellamento (ουσ αρσ )
vagellare (ρ.αμτβ.)
vagello (ουσ αρσ )
vagheggiamento (ουσ αρσ )
vagheggiare (ρ. μτβ.)
vagheggiarsi (ρ.μ. (αντων.))
vagheggiatore (ουσ αρσ )
vagheggino (ουσ αρσ )
vaghezza (θηλ.ουσ)
vagina (θηλ.ουσ)
vaginale (θηλ. επίθ και ουσ)
vaginismo (ουσ αρσ )
vaginite (θηλ.ουσ)
vagire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---