Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vuotaméle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,vwɔtaˈmele]

εργαλείο για αφαίρεση εσωτερικού καρπού μήλου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vuotaggine vuotare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vulvaria (θηλ.ουσ)
vulvite (θηλ.ουσ)
vulvovaginale (επίθ.)
vulvovaginite (θηλ.ουσ)
vuotaggine (θηλ.ουσ)
vuotamele (ουσ αρσ )
vuotare (ρ. μτβ.)
vuotarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
vuotata (θηλ.ουσ)
vuotatura (θηλ.ουσ)
vuotezza (θηλ.ουσ)
vuoto (ουσ αρσ )
vuoto (επίθ.)
wafer (ουσ αρσ )
wagneriano (αρσ. επίθ και ουσ)
wagon–lit (ουσ αρσ )
wagon–restaurant (ουσ αρσ )
walkie–talkie (ουσ αρσ )
walzer (ουσ αρσ )
wapiti (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---