Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αψίδα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 arco ~m~; arca`ta ~f~ αψίδα θριάμβου==arco di trionfo
2 κόγχη a`bside ~f~

αψίς
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [αψίδα ^-ας, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αψηφώ αψίδωμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---