Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


χρήση
ουσιαστικό θηλυκό

1 uso
2 economia esercizio finanziario

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  χρηματομεσίτης χρησικτησία  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο έλεγχος για χρήση αναβολικών ουσιών = controllo [αρσ.] antidoping || μίας χρήσεως = usa e getta


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---