Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


χρυσίζω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 dorare
2 imbiondire
3 imbiondirsi
4 sfolgorare (vi)
5 splendere come l'oro

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  χρυσή χρυσίο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---