Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δαγκαματιά  
ουσιαστικό θηλυκό

morso ~m~; denta`ta ~f~ δαγκαματιά σκύλου==morso di cane

δαγκωματιά
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [δαγκαματιά ^-άς, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δάγκαμα δαγκαμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---