Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δάκτυλος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 metrica da`ttilo ~m~
2 anatomia dito ~m~ della mano
3 ((figurato)) ingere`nza ~f~; zampi`no ~m~ υπάρχουν υπόνοιες για την ύπαρξη ξένου δακτύλου==si sospetta che ci sia un' ingerenza da parte di una potenza straniera

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δακτυλοθέτηση δακτυλοσκοπικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---