Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δασκάλεμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

insegname`nto ~m~ δε θέλησε ν' ακούσει τα δασκαλέματα της μάνας της==non ha voluto ascoltare gli insegnamenti della madre

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δασκάλα δασκαλεμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---