Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δείκτης
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [δείκτης ^-η, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δεικνύων δεικτικός  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο δείκτης προστασία = fattore [αρσ.] di protezione [θηλ.] || (di crema solare) δείκτης προστασίας = (αντιλιακή κρέμα) fattore [αρσ.] di protezione || προς την κατεύθυνση των δεικτών του ρολογιού = in senso orario


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---