Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκτραχύνομαι
ρήμα παθητικό

1 incrudi`re
2 incrudi`rsi
3 irruvidi`rsi

εκτραχύνω  
ρήμα μεταβατικό

1 inaspri`re, irruvidi`re
2 ((figurato)) inaspri`re, aggrava`re το επεισόδιο εκτράχυνε τις σχέσεις των δύο χωρών == l'episodio ha peggiorato le relazioni tra i due paesi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκτραχηλισμός εκτράχυνση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---