Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εύρεμα
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [εύρημα]

εύρεμαν
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [εύρημα]

εύρημα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 repe`rto ~m~ αρχαιολογικά ευρήματα == reperti archeologici
2 ((figurato)) trova`ta ~f~, invenzio`ne ~f~, inventi`va ~f~ κωμωδία γεμάτη ευρήματα == una commedia ricca di trovate / inventiva

ηύρεμα
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [εύρημα]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ευρασιατικός εύρεση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---