Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καθηγητής  
ουσιαστικό αρσενικό

professo`re ~m~, insegna`nte ~mf~ έκτακτος καθηγητής == professore straordinario | μόνιμος καθηγητής == professore di ruolo | καθηγητής αρχαίων ελληνικών == professore di greco antico | καθηγητής ξένων γλωσσών == insegnante di lingue straniere

καθηγήτρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [καθηγητής]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καθηγεσία καθηγητικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---