Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καζούρα  
ουσιαστικό θηλυκό

presa ~f~ in giro, canzonatu`ra ~f~, burla ~f~ κάνω καζούρα σε κάποιον == prendere in giro, canzonare qn

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κάζο κάημα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---