Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αλάφι
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [λάφι]

αλαφίνα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [αλάφι //-ού//], lo stesso che [λαφίνα //-ας, η//]

λαφίνα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [λάφι]

λαφίνα
ουσιαστικό ουδέτερο

femminile di [λάφι]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αλατωρυχείο αλαφιάζομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---