Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λάκκος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 fossa ~f~, buca ~f~
2 tomba ~f~, fossa ~f~ κάπoιo λάκκο έχει η φάβα == gatta ci cova! && σκάβω τo λάκκο κάπoιoυ == fare le scarpe a qualcuno

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λακκοπούγουνος λακκούβα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


κάποιο λάκκο έχει η φάβα = qui gatta [θηλ.] ci cova


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---