Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λειτουργία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 funzio`ne ~f~ έβαλα σε λειτουργία τον απορροφητήρα == ho messo in funzione la cappa aspirante
2 anatomia funzio`ne ~f~ οι λειτουργίες του ήπατoς == le funzioni del fegato
3 μηχανισμός uso ~m~, funzioname`nto ~m~ οδηγίες λειτουργίας == istruzioni per l'uso
4 apertu`ra ωράριο λειτουργίας των καταστημάτων == orario d'apertura dei negozi
5 ecclesiastico messa ~f~ κάθε Κυριακή πάω στη λειτουργία == ogni domenica vado a messa && η θεία λειτουργία == la santa messa, il servizio divino

λειτουργιά
ουσιαστικό θηλυκό

1 ecclesiastico ((popolare)) messa ~f~
2 ecclesiastico ((popolare)) pane ~m~ offe`rto dai fede`li che verrà poi consacra`to dal sacerdo`te per l'Eucaresti`a

λουτουργία
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [λειτουργία]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λειτουργημένος λειτουργική  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---