Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λεπτοφυέστατος
επίθετο

superlativo di [λεπτοφυής]

λεπτοφυέστερος
επίθετο

comparativo di [λεπτοφυής]

λεπτοφυής  
επίθετο

1 squisi`to
2 te`nero

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λεπτουργός λεπτύνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---