Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λωτός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 botanica loto ~m~ λωτός o αιγύπτιoς (νυμφαία) == loto bianco d'Egitto, ninfea bianca
2 cachi ~m~, loto ~m~ del Giappo`ne

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λώρος Λωτοφάγοι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---