Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μεγαλοπιάνομαι
ρήμα αμετάβατο

1 grandeggiare
2 mettere superbia
3 montare in superbia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μεγαλοπαράγοντας μεγαλοπιασμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---