Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θαμώνας  
ουσιαστικό αρσενικό

frequentato`re ~m~, clie`nte ~m~~f~ abitua`le, avvento`re ~m~, habitué ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θαμπωτικός θαμώνες  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---