Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θεατρίνα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [θεατρίνος]

θεατρίνος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 atto`re ~m~ (di tea`tro), commedian§te
2 (fig) commedia`nte, teatra`nte, ipo`crita, simulato`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θεατρικότητα θεατρινισμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---