Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θίγομαι
ρήμα παθητικό

1 ((letterario)) adombra`rsi
2 adonta`rsi
3 picca`rsi

θίγω  
ρήμα μεταβατικό

1 ((letterario)) tocca`re, sfiora`re ((anche in senso figurato)) απέφυγα να θίξω το θέμα == ho evitato di toccare l'argomento
2 (fig) offe`ndere, urta`re, irrita`re δεν ήθελα να τον θίξω == non volevo offenderlo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θιγμένος θίνα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---