Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ρυμούλκηση
ουσιαστικό θηλυκό

1 alaggio
2 rimorchio
3 rimozione
4 tesata
5 tesatura
6 tonneggio
7 traino

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ρυμούλκα ρυμουλκό  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---