Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


στεγνός
επίθετο

1 asciutto
2 [senso figurato] arido

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  στεγνοκαθαριστήριο στεγνότητα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το στεγνό καθάρισμα = lavaggio [αρσ.] a secco || καθαρίζω με στεγνό καθάρισμα = lavare a secco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---