Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ζελέ  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 gastronomia gelati`na ~f~ di frutta
2 cosmetica gel ~m~, fissato`re ~m~ per cape`lli

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ζελατινώδης ζεμανφουτισμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---