Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

πεδούκλι [ουσ ουδ.] πεθερικά [ουσ ουδ πληθ.]
πεζά [επίρ.] πεθερός [ουσ αρσ ]
πεζεβέγκης {πεζεβέγκη... πεθυμιά [θηλ.ουσ]
πεζικάριος {πεζικαρί-... πεθυμώ [-άς, -ά] ...
πεζικό [ουσ ουδ.] πειθαναγκάζω {πειθανάγκ...
πεζογραφία {χωρ. πληθ... πειθαναγκασμένος [επίθ.]
πεζοδρόμηση [θηλ.ουσ] πειθαναγκασμός [ουσ αρσ ]
πεζοδρόμιο [ουσ ουδ.] πειθαρχείο [ουσ ουδ.]
πεζόδρομος {πεζοδρόμ-... πειθαρχημένος [επίθ.]
πεζοδρομώ {πεζοδρομε... πειθάρχηση [θηλ.ουσ]
πεζολογία {πεζολογιώ... πειθαρχία {χωρ. πληθ...
πεζολογικός [επίθ.] πειθαρχικός [επίθ.]
πεζοναύτες [ουσ αρσ πληθ.] πειθαρχώ {πειθαρχεί...
πεζοπορία [θηλ.ουσ] πειθήνια [επίρ.]
πεζοπόρος [ουσ αρσ και θηλ.] πειθήνιος [επίθ.]
πεζοπορώ {πεζοπορεί... πείθομαι αόρ. έπεισ...
πεζός [επίθ.] πειθώ {πειθούς |...
πεζός [ουσ αρσ ] πείθω {έπεισα, π...
πεζότητα {χωρ. πληθ... πείνα {χωρ. πληθ...
πεζούλα [θηλ.ουσ] πειναλέος [επίθ.]
πεζούρα [θηλ.ουσ] πεινασμένος [επίθ.]
πεθαίνω μππ. πεθαμ... πεϊνουάρ [ουσ ουδ.]
πεθαμένος [επίθ.] πεινώ {πεινάς......
πεθαμός {χωρ. πληθ... πείρα {χωρ. πληθ...
πεθερά [θηλ.ουσ] πείραγμα {πειράγμ-α...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: