Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cùte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkute]

1 μεσοδερμικό στρώμα επιδερμίδος
2 επιδερμίδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cutaneo cuticagna  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

custode (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
custodia (θηλ.ουσ)
custodire (ρ. μτβ.)
custodirsi (ρ.μ. (αντων.))
cutaneo (επίθ.)
cute (θηλ.ουσ)
cuticagna (θηλ.ουσ)
cuticola (θηλ.ουσ)
cuticolare (επίθ.)
cutrettola (θηλ.ουσ)
cyclette (θηλ.ουσ)
da (πρόθ.)
dabbasso (επίρ.)
dabbenaggine (θηλ.ουσ)
dabbene (αρσ. επίθ και ουσ)
daccanto (επίρ.)
daccapo (επίρ.)
dacché (σύνδ.)
daccordo (επίρ.)
dacia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---