Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


custodìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kustoˈdire]

1 φυλάσσω
2 διατηρώ
3 κηδεμονεύω
4 προφυλάσσω
5 διαφυλάσσω
6 προστατεύω
7 περιθάλπω
8 φρουρώ
9 συνοδεύω με φρουρά
10 προσέχω
11 επιτηρώ
12 τηρώ

custodirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [kustoˈdirsi]

φροντίζω τον εαυτό μου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  custodia cutaneo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cuspidale (επίθ.)
cuspidato (επίθ.)
cuspide (θηλ.ουσ)
custode (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
custodia (θηλ.ουσ)
custodire (ρ. μτβ.)
custodirsi (ρ.μ. (αντων.))
cutaneo (επίθ.)
cute (θηλ.ουσ)
cuticagna (θηλ.ουσ)
cuticola (θηλ.ουσ)
cuticolare (επίθ.)
cutrettola (θηλ.ουσ)
cyclette (θηλ.ουσ)
da (πρόθ.)
dabbasso (επίρ.)
dabbenaggine (θηλ.ουσ)
dabbene (αρσ. επίθ και ουσ)
daccanto (επίρ.)
daccapo (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---