Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gàffa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgaffa]

1 αρπάγη βάρκας
2 γάντζος βάρκας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gaelico gaffe  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gadidi (ουσ αρσ πληθ.)
gadolinio (ουσ αρσ )
gadolinite (θηλ.ουσ)
gaelico (ουσ αρσ )
gaelico (επίθ.)
gaffa (θηλ.ουσ)
gaffe (θηλ.ουσ)
gagà (ουσ αρσ )
gagate (θηλ.ουσ)
gaggia (θηλ.ουσ)
gagliarda (θηλ.ουσ)
gagliardamente (επίρ.)
gagliardetto (ουσ αρσ )
gagliardia (θηλ.ουσ)
gagliardo (επίθ.)
gaglioffaggine (θηλ.ουσ)
gagliofferia (θηλ.ουσ)
gaglioffo (ουσ αρσ )
gagnolare (ρ.αμτβ.)
gagnolio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---