Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βαλάντιο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 storia borsa ~f~, sacche`tto ~m~ (per le monete)
2 ((figurato)) possibilità ~fp~ econo`miche αυτή η κρουαζιέρα δεν είναι για το βαλάντιό μου==questa crociera non è alla portata delle mie tasche, non me la posso permettere

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βάλανος βαλάντωμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---